Γράφει, ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Στις 21 Απριλίου 2019, νωρίς το πρωί, έφτασα Σαλονίκη με τον Πάνο. Ο Πάνος είναι ο γιος μου. Όπως κι εγώ, ξεκίνησε το μοναδικό ΠΑΟΚτσάκι στο σχολείο του και στην πορεία έφτιαξε 2-3 ακόμα, γιατί αλλιώς δε βγαίνει στην Αθήνα. Ο Πάνος πάει Τετάρτη δημοτικού, τότε πήγαινε Τρίτη. Πήραμε το λεωφορείο, φτάσαμε στου Νίκου, αφήσαμε τα πράγματα, τον έβαλα να κοιμηθεί λίγο γιατί η μέρα θα ήταν μεγάλη κι η νύχτα μεγαλύτερη, δεν κοιμήθηκε και ξαναπήραμε το λεωφορείο να κατέβουμε Τούμπα. Δεν ήταν η πρώτη του φορά στην Τούμπα. Είχαμε πάει 2-3 εβδομάδες πριν με τη Λαμία, περιμέναμε να χάσει ο γάβρος στο Αγρίνιο για να βγούμε μαθηματικά πρωταθλητές, δεν έχασε ο γάβρος, το ξέραμε από το ημίχρονο, απογοητεύτηκε λίγο, μου λέει «να έρθουμε και στο επόμενο που θα βγούμε;», «θα έρθουμε» του λέω -σιγά δηλαδή που δεν θα ερχόμασταν, ήρθαμε. Πιο πριν, είχε δει ΠΑΟΚ μόνο στην Αθήνα, κάτι Ριζούπολες (ένα 0-0 που τσατίστηκε γιατί έκαναν οι απολλωνιστές καθυστερήσεις κι ένα 5-1), κάτι Περιστέρια, κάτι Χολαργούς στο μπάσκετ που φώναζαν όλα τα πιτσιρίκια «Χο-χο-χολαργός» και κατέβηκε μόνος του ανάμεσά τους και φώναζε «ΠΑ-ΟΚ», την απόπειρα ανθρωποκτονίας στη Νέα Σμύρνη τη γλίτωσε. 

Έγινα ΠΑΟΚ 5,5 χρονών στην Πρώτη Δημοτικού. Μόνος μου σε 500 παιδιά. Ο πατέρας μου, παλιός Εθνικός, όπως πολλοί κρητικοί του Πειραιά, που έγινε βάζελος γιατί δεν ανεχόταν τους γάβρους, μου είχε κρύψει την οπαδική του ταυτότητα. «Είμαστε με όποιον παίζει πιο ωραίο ποδόσφαιρο», μου έλεγε. «Και ποιος παίζει πιο ωραίο ποδόσφαιρο;», ρώτησα εγώ, πρακτικός άνθρωπος από τότε. «Μια ομάδα από τη Θεσσαλονίκη, ο ΠΑΟΚ», μου λέει. «Και γιατί δεν είναι πρώτος;», ρωτάω εγώ. «Γιατί στην Ελλάδα την εξουσία και τη δύναμη την έχει πάντα η Αθήνα και τον αδικούνε» μου λέει. Έτσι σε μια στιγμή, απέκτησα ομάδα και μια γενική θεώρηση του κόσμου. Ότι κάποιοι δικαιούνται πράγματα που δεν τα έχουν γιατί τους τα στερούν κάποιοι που έχουν εξουσία και δύναμη. Ο Αλμπέρ Καμί έλεγε ότι χρωστάει στο ποδόσφαιρο ό,τι γνωρίζει από ηθική. Εγώ, το χρωστάω στον ΠΑΟΚ.




Φτάσαμε στην Τούμπα νωρίς. Ψάχναμε γνωστούς και φίλους, να δούμε τι θα γίνει και με τα εισιτήρια. Βρήκαμε το Σάμυ, παλιό τουμπιώτη που είχε ανέβει από τα Χανιά όπου ζει, ήταν κι ο γιος του μαζί ο Κωστής. Ο Πάνος έπαιζε με τον Κωστή, ο Σάμυ μου έλεγε ότι καλός ο Μάτος, αλλά σαν τον Τσουρέλα δεν είναι -ανισόρροπος τελείως. Ήρθε μετά κι ο Γιάννης, που ‘χαμε περάσει μαζί τα νιάτα μας, να χάνουμε από το Σπόρτιγκ με τρίποντο του Γάκη μετά τη λήξη, αφού είχαν γυρίσει πίσω τους παίκτες οι διαιτητές να παιχτεί ένα δευτερόλεπτο, αγκαλιαζόμασταν, περνούσε η ώρα. Ο Πάνος, που στη Σαλονίκη κυκλοφορεί όλη μέρα με τη μπλούζα του Μάτος για να του λένε «γεια σου ΠΑΟΚάρα» και να χαίρεται, ήθελε να μου φάει όλο το μηνιάτικο. Πρώτα πήρε μια σημαία, μετά πήρε μια καραμούζα, μετά βρήκε μια πιο μεγάλη σημαία και ήθελε αυτή, μετά επέμενε ότι μπορούμε να αγοράσουμε πυρσούς, τελικά βρήκε μια ακόμα πιο μεγάλη σημαία, που την έχω και τώρα στο μπαλκόνι μου, όλη την καραντίνα, αράξαμε στα γρασίδια, μας έλεγαν «έχει τιγκάρει το γήπεδο, δεν ξέρω πού θα μπείτε με τα παιδιά», σκεφτόμουν να του πω να πάμε να το δούμε το ματς και τη φιέστα έξω και να πάμε μετά για τα πανηγύρια στον Λευκό Πύργο, μια που το σκέφτηκα μια που το ξέχασα. 

Ο ΠΑΟΚ είναι ένα μεγάλο μέρος της ψυχοσύνθεσής μου. Είναι η μοναξιά πρώτα από όλα, η εθελοντική μοναξιά: στο τέλος της ημέρας να είσαι κάτι μόνος σου. Στην Αθήνα είναι πιο εύκολο. Αλλά αν κοιτάξεις τον χάρτη από ψηλά, ο ΠΑΟΚ είναι μια μοναχική ιστορία όλος. Πρώτα απέναντι στους παλιούς της Θεσσαλονίκης, μετά απέναντι στους παλιούς της Ελλάδας,  ένας μόνιμος outsider, όχι με την αθλητική έννοια του όρου αναγκαστικά, μία τα καταφέρνει, δέκα λυσσάει. Κάπως έτσι έστησα και τη ζωή μου. Μου έφερνε απέχθεια η ιδέα να είμαι με αυτόν που θεωρούσε αυτονόητο να είναι πρώτος και κυρίως η εθελοδουλία απέναντι σε αυτόν που είναι πρώτος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έμεινα μακριά από τον θαυμασμό στον νούμερο 1 ηθοποιό της εποχής, στο νούμερο 1 συγκρότημα της εποχής, στην κυβέρνηση, στο σήριαλ που έβλεπαν όλοι στην τηλεόραση, στον Γκάλη, στον προϊστάμενο, στην κυβέρνηση, μετά στον διευθυντή και στο αφεντικό. Έτσι κάπως έγινα κομμουνιστής, μικρός που δεν καταλάβαινα τι είναι τι, αναρχικός μετά που διάβασα, συνδικαλιστής στη δουλειά κυρίως, που είναι αυτό για το οποίο περηφανεύομαι πιο πολύ από όλα. Με ενοχλούν οι ισχυροί και με ενοχλούν πιο πολύ αυτοί που τους θαυμάζουν, όσοι ψαρώνουν με την ισχύ. Αντί για αυτήν, σκέφτομαι πάντα ότι χρειάζεται μια συλλογική αυτοπεποίθηση για να την περιφρονήσει και να κάνει πιο όμορφα πράγματα και κυρίως πιο δίκαια. Να μην υπάρχει κανείς που κερδίζει λιγότερα από όσα αξίζει επειδή οι κανόνες είναι άδικοι. Κι αν συνεχίζει να υπάρχει, δεν τρέχει κάτι, εμείς θα συνεχίσουμε επίσης να παλεύουμε για να μην υπάρχει. Όπως το έλεγε ο Σάμουελ Μπέκετ: ‘’Ever tried. Ever failed. No matter. Try again. Fail again. Fail better'’. Σε όλη μου τη ζωή το ταύτιζα αυτό με τον ΠΑΟΚ. Μπορεί να ήταν η ιδέα που έφτιαξα για να πιαστώ, μπορεί και όχι. Ποιος ξέρει…

Πήγαμε μέχρι την 7, κάτσαμε στην ουρά, κάποτε μπήκαμε. Μπροστά μας είχαν βάλει έναν μεγάλο γερανό, που θα άνοιγε μετά για τη φιέστα, γήπεδο δεν καλοβλέπαμε, ποιος νοιαζόταν. Ο Πάνος κουνούσε συνέχεια τη σημαία, τεράστια σημαία, πελώριο κοντάρι, χτύπησε 2-3 με το κοντάρι, αυτό είναι λέω, θα σκοτώσει κάποιον, θα λένε το βράδυ σε τραγωδία εξελίχθηκε η φιέστα του ΠΑΟΚ, 8χρονος οπαδός σκότωσε με το κοντάρι της σημαίας άτυχο φίλαθλο. Μπήκε με τα πολλά κι ο Νίκος με την Άννα και την Ηλέκτρα, βρήκαμε και γνωστούς που δεν χώρεσαν στην 4, γλέντι μεγάλο. Οι παλιοί θέλαμε να θυμηθούμε παλιές ιστορίες, μια φορά που ‘χαμε χάσει από τον Πανηλειακό στην Τούμπα το ’99, τότε με την πορεία στο Μαρούσι, ο Πάνος ρωτούσε μόνο για την Τούμπα και για το βράδυ εκείνο. Από πού μέχρι πού είναι η 4, πού καθόμασταν την άλλη φορά με τη Λαμία, που είναι οι πάγκοι με τους αναπληρωματικούς, αν θα έρθει να μας χαιρετήσει ο Μάτος, πού θα σηκώσουμε το κύπελλο, αν θα γίνει πάλι εκείνο το περίεργο με το τύμπανο που χτυπάει και φωνάζουμε «ΠΑΟΚ».  

22 χρονών πήγα στη Γαλλία. Άλλαξα φίλους, συνήθειες, ιδέες, τρόπο να σκέφτομαι, γλώσσα που μιλούσα. Λίγο χαμένος μετά από ένα χρόνο, σκεφτόμουν ότι ο ΠΑΟΚ ήταν η μοναδική σταθερά σε όλη μου τη ζωή, όλα τα υπόλοιπα κάποια στιγμή είχαν αλλάξει. Ανάμεσα σε βιβλία και πίνακες και φωτογραφίες, είχα ένα κασκόλ και μια αφίσα ΠΑΟΚ-ΚΥΠΕΛΛΟΥΧΟΣ 2001, τρέχα-γύρευε. Μια φορά παίξαμε για το Κόρατς στη Σολέ, πήρα πέντε φίλους Γάλλους και πήγαμε να το δούμε, προσπάθησα να τους μάθω και συνθήματα, αρχίδια, μόνο «ΠΑ-ΟΚ» κατάφεραν να πούνε. Διάβαζα πιο προσεκτικά και την ιστορία -μέχρι τότε διαγώνια την κοίταζα- και καραγούσταρα. Δεν ήταν απλά πως τον έφτιαξαν πρόσφυγες που τους έλεγαν Τούρκους. Ήταν που στο καταστατικό του πρώτη φορά γινόταν λόγος να ζήσουν πρόσφυγες και ντόπιοι, μαζί. Ως τότε κανείς δεν το λέγε. Ήταν που τον έβαλαν να παίζει Β’ κατηγορία Θεσσαλονίκης, κι έπαιρνε το πρωτάθλημα και αποφάσιζαν ο Άρης κι ο Ηρακλής  που έκαναν κουμάντο στην πόλη ότι δεν μπορεί να παίξει Α’ κατηγορία ομάδα από την Τουρκία και ανέβαζαν στη θέση του άλλες ομάδες, ελληνικές. Που φτιάξαν το γήπεδο οι πρόσφυγες μόνοι τους, όταν σχολούσαν από τη δουλειά τους κι έφτιαξαν ζωή και φωλιά εκεί που δεν τους ήθελαν. Κι έπειτα πως στη χούντα είχε την καλύτερη ομάδα και δεν πήρε μισό πρωτάθλημα κι έλεγε ο κόσμος ‘’ΠΑΟΚ – Κούδας και ΕΔΑ’’ και μετά σήκωνε ο κόσμος πανό για τους τελευταίους  Ισπανούς αντιφασίστες που εκτέλεσε ο Φράνκο. Όλη η ιστορία μια περιφρόνηση για το άδικο και την ισχύ, όπως έπρεπε να ναι η ζωή μας ολόκληρη για να έχει σημασία. 

Παίξανε τα τραγούδια, φώναξε ο κόσμος, βγήκαν κι οι παίκτες για προθέρμανση, έδειχνα του Πάνου πού είναι ο καθένας, βγήκαν και κάτι ουίσκια και γύριζαν, βγήκε και το τύμπανο. Μπαμ - «ΠΑΟΚ», μπαμ - «ΠΑΟΚ», μπαμ - «ΠΑΟΚ», το χανε το σύνθημα ο Πάνος, εκνευριζόταν, «ρε μπαμπά», μου λέει, «πώς το λένε όλοι μαζί ταυτόχρονα; Το χουν μάθει απέξω και μετράνε;». Λέω τώρα, τι να κάνω, να του αφήσω ζωντανό τον μύθο 8 χρονών παιδί ή να του μαθαίνω από τώρα ότι η ζωή έχει μικρά κόλπα και προχωράει; Τον έβλεπα που εκνευριζόταν, τον βάζω στον ώμο μου, στρίβω 90 μοίρες, «κοίτα τον πίνακα» του λέω. Κοιτάζει το παιδί τα χέρια στον πίνακα ανοιχτά, που κλείνανε και μόλις κλείνανε χτυπούσε κι ο κόσμος τα δικά του κι έλεγε «ΠΑΟΚ», το πιασε με τη δεύτερη, φώναζε κι αυτός με τον κόσμο μαζί σωστά.

Όταν γίναμε ισχυροί, γίναμε για τα καλά. Πήραμε μαζί κι όλη τη μπόχα της δύναμης. Όχι οι παράγοντες, σκοτίστηκα γι’ αυτούς σε τελική ανάλυση. Ο κόσμος. Μία που τα βαλε με τους γείτονες και τους έλεγε «γύφτους», όπως μας λένε εμάς σε κάθε γήπεδο σε όλη την Ελλάδα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου -έτσι όπως λένε πάντα οι ισχυροί όσους κρατάνε αδύναμους. Δύο που πήραν στο κυνήγι κάτι Πακιστανούς μετανάστες στην Αθήνα και μετά έγραφαν μαλακίες «εμείς είμαστε ΠΑΟΚ τους δέρνουμε όλους, όποιοι κι αν είναι» -ανθρώπους αδύναμους που ψάχνουν να χτίσουν ζωή ανάμεσα στο μίσος, όπως αυτοί που έχτιζαν την Τούμπα. Τρεις που κάψανε την κατάληψη, το χώρο που έδινε άσυλο στους αδύναμους και τους κυνηγημένους, όπως ο ΠΑΟΚ όταν φτιάχτηκε. Τέσσερις και πέντε που κάθε φορά που γκρίνιαζα, κάποιοι μου λεγαν «δεν είναι έτσι τώρα, ντάξει, παρεξήγηση έγινε», έξι που μπαστακώσανε ένα πανί στα αγγλικά που ‘ταν στη λογική του ίδιο με το «κράτος είναι ο Ολυμπιακός». Κι έπειτα, ένα ξενέρωμα άλλο πράμα, όταν διάβασα ότι στη θέση του υπεύθυνου επικοινωνίας της ΠΑΕ, που χαμε έναν άνθρωπο να μας θυμίζει ότι ο ΠΑΟΚ δεν είναι σχολή για τραμπούκους, έφεραν έναν ψεκασμένο, που τη μέρα που ανέλαβε ευχαριστούσε μέσα στη γλίτσα το σάιτ του Μαρινάκη που δούλευε μέχρι τότε και τον διευθυντή του, που σαν αυτόν άλλη τέτοια απάτη άνθρωπο δεν έχω γνωρίσει στη δημοσιογραφία, 15 χρόνια δημοσιογράφος στην Αθήνα -κι από λέρες άλλο τίποτα το επάγγελμα. Και για κερασάκι ο Μπαλτάκος, το παλιό φιλαράκι των χρυσαυγιτών, που τον ξεπλένανε οι μισοί στα σόσιαλ και τον φέραμε να μας σώσει στα δικαστήρια. Ξενέρωμα απ’ όπου και να το πιάσεις. Ένα βράδυ, μου στειλε μήνυμα ο πιο καλός ΠΑΟΚτσής που χω γνωρίσει. Δεν «έχει σκοτώσει γαύρο» -αυτά είναι για να φεύγει η αδρεναλίνη στην κερκίδα. Έχει φτιάξει μια εστία του ΠΑΟΚ κάπου και βοηθά αδύναμους και κυνηγημένους, τους πιο κυνηγημένους ανθρώπους στον κόσμο τούτα τα χρόνια: τους πρόσφυγες -μερικοί θα καταλάβατε. «Κοίτα ρε μαλάκα», μου έγραφε, «βίντεο – ντροπή». Δε το άνοιξα αμέσως, είχα φάει πολύ ασχήμια εκείνες τις μέρες. Μετά μου το έστειλαν κι άλλοι και το άνοιξα. Ήταν ένα γομάρι κι είχε πιάσει έναν άνθρωπο και τον έβαζε να κάνει με το ζόρι προσευχή. Τον ήξερα και τον έναν καλά και τον άλλον. Όχι στη φάτσα σώνει και ντε. Τους ανθρωπότυπους ήξερα καλά και τους δύο.  Τους βλέπω από τότε που γεννήθηκα. Από τη μία άνθρωποι θρασύδειλοι, ισχυροί γιατί έτσι το έκαναν να είναι οι άδικοι κανόνες, τραμπούκοι, απάνθρωποι, ασκούν εξουσία και εξαναγκασμό γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να υπάρχουν. Από την άλλη άνθρωποι κυνηγημένοι, αδύναμοι, ανίσχυροι εξαιτίας των άδικων κανόνων. Φοβισμένοι όταν είναι μόνοι. Μπορούν να νικήσουν τον φόβο τους μόνο όταν ενωθούν, όταν οργανώσουν τις ελπίδες τους μαζί. Υπήρχαν από πάντα. Θα υπάρχουν για πάντα και θα παλεύουν για να απαλλάξουν τον κόσμο από την ασχήμια της επιβολής. Αυτοί, οι αδύναμοι, έκαναν πάντα τα πιο σημαντικά πράγματα στην ανθρωπότητα, αυτοί την κράτησαν όρθια, παλεύοντας για ζωή. Στην πλούσια ιστορία τους, γεμάτη πίκρα, προσπάθεια, προσφυγιά, πάθος, αγάπη, όνειρο, κατάκτηση, ανάμεσα σε άλλα μεγάλα, μπορεί και μεγαλύτερα, το 1926, έφτιαξαν και τον Π.Α.Ο.Κ. Όσο δυνατά και να βαράνε κάποιοι τα τούμπανα, αυτό που γέννησε τον Π.Α.Ο.Κ. θα βρίσκεται στην ψυχή του ανθρώπου που τον είχαν μαγκώσει με κεφαλοκλείδωμα και τον ανάγκαζαν να αρνηθεί αυτό που είναι, να χάσει την αξιοπρέπειά του αν θέλει να γλιτώσει. Το άλλο, η εξουσία, ο εξαναγκασμός, η επιβολή στον αδύναμο, ο φασισμός της δύναμης, ό,τι κι αν φορά στο πέτο, είναι αυτό απέναντι στο οποίο γεννήθηκε ο Π.Α.Ο.Κ. Κι αυτό πρέπει να το φωνάξουμε όλοι όσοι θέλουμε να είμαστε ένα χαλίκι στην ιστορία του σωματείου. Όσο δεν το κάνουμε, λερώνουμε και το σωματείο και την ανθρωπιά που το γέννησε, και την ανθρωπιά που με τον ίδιο τρόπο παλεύει σε όλον τον κόσμο για να ζήσει. 

Το σύνθημα έγινε πιο γρήγορο και πιο γρήγορο, μέχρι που τελείωσε. Πήρα τον πιτσιρικά αγκαλιά. Ξανακοίταξε τον πίνακα. «Δηλαδή από εκεί το βλέπουμε και φωνάζουμε ΠΑΟΚ;», ρώτησε. «Ε, ναι, οι περισσότεροι, κάπως έτσι», του λέω. «Και τότε τι νόημα έχει το τύμπανο;», μου λέει. «Ε, πώς δεν έχει;», του λέω. «Δεν έχει», μου λέει αυτός. «Σημασία έχει που φωνάζουμε ΠΑΟΚ. Το τύμπανο είναι μια μαλακία».
Κάθε φορά που τον παίρνω στο γήπεδο, το ίδιο γίνεται. Ξεθαρρεύει, αρχίζει να βρίζει και μετά τα ακούω από τη μάνα του.       

Στις 26 Νοεμβρίου του 2017, στο 87ο λεπτό του αγώνα Πανιωνίου-ΠΑΟΚ, ο Πανιώνιος προηγήθηκε σε μια αντεπίθεση με 2-1. Μία από τις χειρότερες εξέδρες του ΠΑΟΚ που έχω δει στη ζωή μου, άρχισε να βρίζει εν χορώ τον προπονητή της ομάδας και τη μητέρα του. Ελάχιστοι άνθρωποι αντιδράσαμε σε αυτό, κάποιοι λέγοντας ότι δεν υπάρχει λόγος να βρίζεις τη μητέρα κάποιου επειδή δεν τον θεωρείς καλό προπονητή, άλλοι γιατί επίσης τον θεωρούσαμε και καλό προπονητή που προσπαθούσε να δώσει σχήμα σε ένα αγύμναστο ασκέρι που είχε παραλάβει από τον προκάτοχό του.
Ο ίδιος συνέχισε να δίνει εντολές και στο 92ο λεπτό είδε τον αγαπημένο μου παίκτη του ΠΑΟΚ, τον Λέο Μάτος να ισοφαρίζει σε 2-2. Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες δεν ήταν σίγουρες αν ο Λουτσέσκου θα έχει μία ακόμα ευκαιρία ή αυτός θα ήταν ο τελευταίος του αγώνας στον πάγκο του ΠΑΟΚ.

Ο Λουτσέσκου έμεινε. Κέρδισε τον επόμενο αγώνα στην Ξάνθη. Έδωσε συνολικά από τότε ακόμα 46 αγώνες πρωταθλήματος, με απολογισμό 41 νίκες, 4 ισοπαλίες και 1 ήττα. Ένας ακόμα αγώνας δεν άρχισε και άλλος ένας δεν τελείωσε. Ακόμα και σε αυτή την πορεία, ο Λουτσέσκου αποδοκιμάστηκε συχνά από την εξέδρα του ΠΑΟΚ, επειδή η ομάδα, γεμάτη από παίκτες ηλικίας 30+ δεν έπαιζε καλά τα μεσοβδόμαδα ματς στην Ευρώπη. Δέχθηκε φυσικά και τις ακόμα μεγαλύτερες αποδοκιμασίες των αντιπάλων, επειδή έπαιξε με τα νεύρα τους κατά τη διάρκεια των περσινών γεγονότων, αφήνοντας τους δικούς του παίκτες να κάνουν ήρεμοι τη δουλειά τους. Και το έκανε πάντα με τα αστεία αγγλικά του, αν και μιλάει 7 γλώσσες.



Σε αυτά τα δύο χρόνια, τον είδαμε να βελτιώνει παίκτες, να τους αλλάζει τρόπο παιχνιδιού και να τους προσθέτει κινήσεις, κι ακόμα να αλλάζει τρόπο παιχνιδιού όλης της ομάδας όταν τον Ιανουάριο έχασε τον παίκτη στον οποίον είχε προσαρμοστεί το παιχνίδι τους. Ακόμα κι αν εδώ και μερικές εβδομάδες κέρδισε και το χειροκρότημα του κόσμου του ΠΑΟΚ, ο Λουτσέσκου δεν είδε πουθενά να γράφεται ότι αυτό ήταν το πρωτάθλημά του. Δεν κέρδισε την αποθέωση του μεγάλου Βιεϊρίνια, δεν άκουσε το όνομά του όσο ο Πρίγιοβιτς, ο Μάτος, ο Πασχαλάκης, ο Βαρέλα και ο Μπίσεσβαρ -όλοι πανάξια στελέχη αυτής της μεγάλης ομάδας. Και δεν πέρασε ποτέ τον Ιβάν Σαββίδη στην πολυλογία των αναλύσεων.

Αυτός όμως είναι ο Ραζβάν Λουτσέσκου. Τον φωνάξαμε στον ΠΑΟΚ πριν 20 μήνες για να συμμαζέψει τα ερείπια που είχε αφήσει κάποιος Στανόγιεβιτς. Σήμερα παραδίδει τον ΠΑΟΚ, πρωταθλητή της σεζόν 2018-2019, με απολογισμό 26 νίκες και 4 ισοπαλίες. Επίσημα, η πιο επιτυχημένη ομάδα όλων των εποχών στο ελληνικό πρωτάθλημα, ξεπερνώντας τον Παναθηναϊκό του Μπόμπεκ το 1964, που ως σήμερα με 24 νίκες και 6 ισοπαλίες ήταν η μοναδική αήττητη ομάδα της ιστορίας στην Α' Εθνική.

Răzvan Lucescu în mulțumire pentru toate. Esti pe partea stângă a istoriei noastre.