Ο ΠΑΟΚ στο ελληνικό σινεμά
Μέρος πρώτο: Ας περιμένουν οι γυναίκες





Ξεκινάμε με την ναυαρχίδα του στόλου. Με το πετράδι του στέμματος. Με το άσμα των ασμάτων. Τρίτη Γυμνασίου, εν έτει 1998, στην τρυφερή ηλικία των δεκαπέντε. Απογευματινή προβολή στο «Μακεδονικόν», παρέα με ένα συμμαθητή με τον οποίο έχουμε πλέον να ιδωθούμε ή να μιλήσουμε σχεδόν δέκα χρόνια. Στο Παοκτσήδικο χωροχρονικό σύστημα βρισκόμαστε στη χρονιά του αποκλεισμού της Άρσεναλ, με το στιλιστικό και αισθητικό μπρα ντε φερ στους δύο πάγκους, μεταξύ Άγγελου (Κυρίου) και Αρσέν Βενγκέρ να μοιάζει βγαλμένο από τα πιο ευφάνταστα όνειρά μας. Παράλληλα, βρισκόμαστε στην απαρχή ενός σερί πρωταθλημάτων που μοιάζει με τη «μέρα της Μαρμότας», κατά το οποίο η βελόνα θα κολλήσει στην τέταρτη θέση. Στην σκοτεινή αίθουσα, ξεκινά το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη. Μια «καλοκαιρινή μακεδονική κωμωδία», όπως δηλώνουν και οι τίτλοι αρχής.

Μία υπέροχη ηθογραφία, θα συμπληρώσουμε εμείς. Ντελιριακά ξεκαρδιστική αλλά και υπόγεια μελαγχολική. Βουτηγμένη μέσα στο ανάλαφρο παράλογο και το απόκοσμο, αλλά με ρίζες στην πιο ατόφια, λαϊκή και χειροπιαστή πραγματικότητα. Εν ολίγοις, ανθρώπινη ως το μεδούλι της. Ο άγραφος, αλλά ταυτόχρονα χιλιό-μυριό-επαληθευμένος, χρυσός κανόνας της σινεφιλίας ορίζει πως οποιαδήποτε ταινία μπορεί να αρέσει ή να μην αρέσει στον οποιοδήποτε. Στα όσα χρόνια συζητάω περί κινηματογράφου, έχω πετύχει ανθρώπους που εξέφρασαν αντιρρήσεις ή έστω επιφυλάξεις για ταινίες που τυγχάνουν σχεδόν 100% καθολικής αποδοχής, όπως το «Αποκάλυψη τώρα», το «Πολίτης Κέιν» ή το «Κουρδιστό πορτοκάλι». Σε κάθε κανόνα όμως, υπάρχει και η εξαίρεση ως γνωστόν. Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» έχει προκαλέσει εθισμό, εξάρτηση και ακραίες εκδηλώσεις λατρείας σε σύσσωμο τον ανδρικό πληθυσμό αυτής της χώρας. Για να το θέσουμε εκ του αντιστρόφου, μία (λέμε τώρα…) πιθανή άρνηση της αξίας του συνιστά λόγο κοινωνικού αποκλεισμού, πογκρόμ και αβυσσαλέου μίσους.

Ο έρωτας του Τριπολιτσιώτη και αεκτσή Τσιώλη με την έννοια, τη χροιά και τις ψυχολογικές επιπτώσεις και επιπλοκές που φέρει η ιδιότητα «οπαδός του ΠΑΟΚ» βαστά πολύ καιρό και εκφράστηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο μέσα από το πρόσφατο θεατρικό έργο «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ, μια ιστορία του Σταθμού Λαρίσης», με πρωταγωνίστρια τη Μυρτώ Αλικάκη. Στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες» τα πράγματα είναι ξεκάθαρα από τα αρχικά πλάνα του ταξιδιού. Το λάβαρο του ΠΑΟΚ σε περίοπτη θέση στο φορτηγάκι της μεγάλης φυγής. Ο ΠΑΟΚ είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του χαρακτήρα που υποδύεται ο Ζουγανέλης. Είναι προσωποποιημένη ύπαρξη στην υγειά της οποίας θα σηκωθούν όλα τα ποτήρια. Είναι ο καθρέφτης της πικρίας, της ανά στιγμές φαντασιακής αδικίας, της αιώνιας δίψας για το κάτι παραπάνω που μάλλον δεν θα καταστεί ποτέ εφικτό. Είναι κομμάτι των ευθυνών και των βαρών που καλούνται να σηκώσουν οι ανδρικές πλάτες μαζί με οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις, χρέη και  προβλήματα υγείας. Είναι το τελευταίο σύνορο, το ανυποχώρητο φράγμα ακόμη και μπροστά στον πιο ακαταμάχητο πειρασμό.

«- Και πετάγεται αυτή και ζητάει πέναλτι και τι κάνεις εσύ μπρος στους ΠΑΟΚτσήδες, μία ζωή στην εξέδρα
«- Την πνίγωωω
« - Σε ξέρω, γι’ αυτό μιλάω…»

Τρεις μπατζανάκηδες, τρεις αρχικά κατά συνθήκη φίλοι, οι οποίοι εν τέλει έχουν γίνει πιο φίλοι απ’ ότι είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν. Οι δυο τους ξεκινούν από Θεσσαλονίκη για Θάσο. Για να βρουν τάχα μου τις οικογένειές τους. Ο τρίτος, αγανακτισμένος από την αργοπορία τους έρχεται τάχα μου να τους περιμαζέψει. Στην πραγματικότητα, έρχεται για να τους συντροφεύσει στη φυγή προς ένα όνειρο που μοιάζει άπιαστο και απτό ταυτόχρονα. Μία ονειρώδης παρέκκλιση από την κανονικότητα. Οι Σειρήνες τους καλούν και αυτοί δεν αντέχουν να μην υποκύψουν. Οι γυναικείες υπάρξεις μοιάζουν με νύμφες και νεράιδες που έχουν ως μόνο σκοπό να αποπλανήσουν. Η άλλη ζωή, η διαφορετική, η συναρπαστική, η ανέμελη είναι δίπλα τους και τους αποζητά. Η φαντασίωση, ο έρωτας, το ντελίριο, το πάθος, όλα αυτά είναι υπαρκτά στο βασίλειο της Βόλβης, το οποίο έχει τους δικούς του ξεχωριστούς και αυθύπαρκτους κανόνες. Ο Τσιώλης χτίζει ένα κλειστό κύκλωμα όπου το παράξενο, το ιδιόρρυθμο και το αλλόκοτο αγκαλιάζουν στοργικά τους ήρωές του. Είναι πλέον συνένοχοι και φυγάδες, έχουν τρυπώσει σε μία άλλη παράλληλη διάσταση, όπου είτε όντως βιώνουν την απόδραση είτε την φαντάζονται τόσο έντονα που της δίνουν πνοή και ζωή.


Ο Τσιώλης ντύνει την ταινία του με ένα χειμαρρώδες χιούμορ, το οποίο ρέει και κυλά αβίαστα και σαρωτικά και καιροφυλακτεί ακόμη και στις πιο ανύποπτες στιγμές. Το χιούμορ αυτό είναι τόσο επιτυχημένα επιτηδευμένο που μοιάζει αυθόρμητο, πηγαίο και γνήσια λαϊκό, ενώ επί της ουσίας δεν είναι. Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι σαν ένα παραμύθι στο οποίο αφηνόμαστε ολόψυχα ακριβώς επειδή μας κυριεύει ασταμάτητα η αίσθηση πως κάπου, κάπως, κάποτε το έχουμε ζήσει κι εμείς. Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες, πέρα από τον αθροιστικό συνδυασμό των κωμικών τους μανιέρων, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο με τρόπο που σχεδόν δεν γίνεται αντιληπτός μέσα στο όλο πατιρντί του χαβαλέ. Ο φρενήρης και ασυγκράτητος Πάνος. Ο πιο μύχιος και εσωτερικός Αντώνης. Το πασπαρτού κλειδί Μιχάλης. Η κόλλα που τους κρατά ενωμένους, ο μόνος σύνδεσμος με τον έξω κόσμο της αληθινής ζωής, η ύστατη φωνή της λογικής. Ο Τσιώλης μας έχει υπονοήσει εξαρχής πως το όνειρο δεν θα βαστάξει πολύ. Το φορτίο της καθημερινότητας θα βρει τον τρόπο να επιβληθεί. Έχει ειπωθεί άλλωστε με σαφήνεια, «οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε», το κόστος είναι πολύ μεγάλο. Λίγο πριν το τέλος όμως, θα χαριστεί στους ήρωές του έστω και προσωρινά. Μία τελευταία μικρή νίκη πριν την προδιαγεγραμμένη ήττα. Δεν θα μας αναγκάσει να τους δούμε υποταγμένους και ολικά απογοητευμένους. Δεν θα τους δούμε να έχουν επιστρέψει και να τρώνε κοκκινιστό με πατάτες με τις οικογένειές τους. Θα δώσουν μία μικρή μάταιη παράταση στο όνειρο. Θα «κάνουν μόνο ένα μπάνιο, θα φάνε ελαφρά, θα κοιμηθούν τρεις ώρες και μόλις πέσει ο ήλιος και δροσίσει, θα ξεκινήσουν αμέσως για τις οικογένειές τους»…