Το χρονικό ενός χαμένου τελικού ή πως γίνεται να περιμένεις δέκα χρόνια και να είσαι ανέτοιμος
Τόσο κόσμο
είχε να δει καιρό έξω από το σύνδεσμο. Οι γνωστές φάτσες, άλλες που είχαν να
φανούν καιρό, κόσμος από άλλες γειτονιές.
«Πάμε να το
πάρουμε ρε;»
«Λες να
στραβώσει η φάση;»
«1-0 το
βλέπω, 2-1, στο έτσι»
Και δώστου
οι κουβέντες που κράτησαν για ώρες. Πώς να σκοτώσεις τόσο χρόνο, που σε τρώει η
ανυπομονησία και έχεις περίπου 20 ώρες μέχρι να βρεθείς στο γήπεδο και να σφυριχτεί
η έναρξη. Άλλωστε, πολλοί ήταν ήδη κοκαλωμένοι και δεν ένιωθαν καν την
ακατάσχετη φλυαρία, είχαν γίνει πηγαδάκια αβέρτα μέχρι να μπούμε στα πούλμαν.
Όχι ότι η
κατάσταση άλλαξε όταν βρεθήκαμε μέσα: τα ονόματα, το μοίρασμα των εισιτηρίων,
τα πειράγματα, τα καντήλια, τα ποτά τα τσιγάρα και λοιπά, ιεροτελεστίες. Πως
λέγαμε παλιά; «Δικαίωμά μας να ταξιδεύουμε». Χίλιες φορές να ταξιδεύεις παρά να
είσαι στο εντός, ένα τέταρτο πριν το παιχνίδι με τον καφέ στο χέρι. Όπως
περνάνε τα χρόνια, μαζί με τα άλλα δικαιώματά μας, έγινε λάστιχο και αυτό.
Γι’αυτό βλέπεις κάτι μαντράχαλους 30 και 35 χρονών να κάνουν σαν παιδιά όταν
4-5 φορές το χρόνο μπαίνουν στο πούλμαν. Βέβαια, αυτή η εκδρομή καμία σχέση δεν
είχε με τις άλλες.
Όταν έφτασε
στο γήπεδο, όλα ήταν μαγικά. Βόλτες περιμετρικά του γηπέδου, γνωστοί από άλλες
πόλεις, αναπάντεχες συναντήσεις, συνθήματα δεξιά αριστερά.
Μπήκε στην
κερκίδα: Από δω να περάσουμε το κάγκελο, από εκεί θα κάτσουμε. Εκεί που πρέπει.
Και να τους έχουμε φάτσα κάρτα απέναντι να τους τη λέμε. Όντως, έτσι γίνεται.
«ΒΟΥ-ΒΟΥ-ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ»
φωνάζει η μισογεμάτη κερκίδα τους.
Χαχαχα, δεν
είναι δυνατόν να το λένε ακόμα αυτό.
«Ε-Ε-ΕΛΛΗΝΕΣ»
απάντησε μία δεκαπλάσια σε ένταση ασπρόμαυρη κερκίδα.
Τη
σακουλεύτηκαν. Δεν το ξαναφώναξαν.
Λίγο μετά,
σηκώνουν τα αγοραστά πράσινα σημαιάκια τους και τα κουνάνε δεξιά αριστερά. Οκ,
όμορφο.
Εντελώς
αυθόρμητα, αρχίζει η γνωστή μας αυτοσχέδια σκηνοθεσία στις εκδρομές. Μόνο που
τώρα δεν ήμασταν χίλια κομμάτια σε ένα πεταλάκι, αλλά 20.000 στο μεγαλύτερο
γήπεδο της Ελλάδας. Οι αυτοσχέδιες σημαίες μας σε συνδυασμό με το ανέβασμα στη
φωνή ήταν μία ομοβροντία.
«Ρε σεις, δε
νιώθετε σαν να κλέβουμε εκκλησία;»
Είναι
αλήθεια ότι το τελευταίο άγχος όλων αυτών των εκδρομέων ήταν το πώς θα πάρουν
την κερκίδα. Σε αυτούς που ανάγκασαν τον πρωθυπουργό να φύγει από την πίσω
πόρτα της ΔΕΘ, σε αυτούς που έχουν οργώσει τη μισή Ευρώπη και έχουν υποκλιθεί
μεγαθήρια, δεν είναι δυνατόν να αγχώσει το άχρωμο ΟΑΚΑ. Λίγο να μας πάει και το
ματς…
Και τότε
άρχισαν οι στραβές. Οι κλασικές μανούρες μεταξύ μας πριν αρχίσει το παιχνίδι.
Το σφύριγμα της έναρξης και οι παίκτες που δεν πέφτουν στην μπάλα με λύσσα. Το
γκολ που δεχτήκαμε. Σαν βήματα προς τα πίσω. Όλο το υπόλοιπο ένα ξενέρωμα που
γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Μέχρι και η κερκίδα του ΠΑΟ ακουγόταν δυνατά πλέον.
Γύρισε το
κεφάλι και κοίταξε το γήπεδο για τελευταία φορά πριν βγει. Οι παίκτες του ΠΑΟΚ
πήγαν να χειροκροτήσουν, έφαγαν γιούχα, ζήτησαν μία ψιλοσυγγνώμη. Οι παίκτες
του ΠΑΟ να μας χειροκροτούν. Κάποιοι σαν να απάντησαν. Στην τελική πώς να μην
αναγνωρίσεις ότι έπαιξαν καλύτερα, όταν οι δικοί σου δεν κατάλαβαν καν τι είχαν
κατέβει στην Αθήνα να κάνουν.
Και μετά
κλείνει το στόμα και ξαναμίλησε όταν το πούλμαν έφτασε Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο
όλοι έκαναν πάνω-κάτω τις ίδιες σκέψεις: Κι αν δεν είχαμε τόσες πολλές σημαντικές
απουσίες; Ο Κλάους δεν θα είχε βάλει τουλάχιστον ένα γκολ εκεί μέσα; Και αν δεν
είχαμε μείνει στη μέση της χρονιάς με υπηρεσιακό προπονητή για δεύτερη
συνεχόμενη σεζόν; Κι αν είχαμε ισοφαρίσει όταν το σκορ ήταν 1-0 και τους
πιέζαμε; Μήπως αποπροσανατολίστηκαν όλοι από την νίκη στον ημιτελικό και
νόμιζαν ότι φτάσαμε ήδη; Μήπως ήταν λίγος ο χρόνος για να ανασυνταχθούμε;
Όμως δε λέει
τίποτε από αυτά, γιατί δεν έχει τίποτε από όλα αυτά την παραμικρή σημασία.
Ένας μόνο
βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει: «Ρε σεις, αυτή δεν είναι η μπάλα; Πότε γίναμε
ΠΑΟΚ για τις νίκες; Με αυτά θα γίνουμε πιο δεμένοι. Αλλά να πατάτε στο σύνδεσμο
και από αύριο, μη γαμιέστε»
Και η
σχετική ψιλοκαζούρα.
Ναι, να πάμε
και την Τετάρτη.
Όπως και να
έχει το θέμα, γράφτηκε Ιστορία.
Αλλά έχει
και μαύρες σελίδες η πουτάνα.
0 σχόλια